αγιορείτικος

αγιορείτικος
αγιορείτικος , -η, -ο κ. αγιορειτικός, -ή, -ό κ. αγιονορείτικος, -η, -ο
святогорский, афонский

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγιορείτικος" в других словарях:

  • αγιορείτικος — αγιορείτικος, η, ο και αγιονορείτικος, η, ο αυτός που ανήκει ή προέρχεται από το Άγιο Όρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγιορείτικος — η, ο και ός, ή, ό [αγιορείτης] αυτός που ανήκει στο Άγιον Όρος ή που προέρχεται από αυτό …   Dictionary of Greek

  • αγιορείτης — ο μοναχός τού Αγίου Όρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγιο Όρος. ΠΑΡ. αγιορείτικος] …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»